ἡδύοινοι

ἡδύοινοι
ἡδύοινος
producing sweet wine
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηδύοινος — ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, ον (Α) 1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.) 2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οίνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”